βερικοκιά

βερικοκιά
Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται πάρα πολλές ποικιλίες, που διακρίνονται σε συμπύρηνες και εκπύρηνες, από τις οποίες άλλες είναι γλυκοπύρηνες και άλλες πικροπύρηνες. Οι κυριότερες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι οι ντόπιες τσαουλί (μικρόκαρπος), Διαμαντόπουλου (μεσόκαρπος), Μπεμπέκου (μεγαλόκαρπος) και Πλάκας (μεγαλόκαρπος) καθώς και οι εισαγόμενες Λουιζέτ, Παβιότ, Πρεκός ντε Τουνεζί, όλες μεγαλόκαρπες. Η β. έχει καρπούς κίτρινους ή πορτοκαλέρυθρους, φύλλα έμμισχα με αδένες στη βάση του ελάσματος, ωοειδή, καρδιοειδή, οξύληκτα και ελαφρά πριονωτά, και άνθη λευκά με ελαφρές ρόδινες αποχρώσεις, συνήθως μονήρη. Τα βερίκοκα είναι δρύπες σαρκώδεις, σφαιρικές, αρωματικές, με περικάρπιο βελούδινο και πυρήνα ωοειδή, σκληρό, με πλευρές κυρτές-λείες και κόψη ελαφρώς πτυχωτή. Ο πυρήνας περικλείει 1-2 σπέρματα (αμύγδαλα), συνήθως πικρά. Πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό της επιθυμητής βελτιωμένης ποικιλίας πάνω σ’ ένα από τα υποκείμενα: αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά από σπόρο, δαμασκηνιά (κορομηλιά), που διαλέγονται ανάλογα με τις οικολογικές και εδαφολογικές συνθήκες του τόπου καλλιέργειας. Η β. καλλιεργείται σε αρδευόμενα και καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Προτιμά θέσεις προστατευμένες από το κρύο και ειδικότερα από τις όψιμες παγωνιές, που προκαλούν ζημιές στα φυτά (αποξήρανση βλαστών) και στα άνθη, τα οποία αναπτύσσονται –όπως και στην αμυγδαλιά– πρώιμα και πριν εμφανιστούν τα φύλλα. Τα βερίκοκα είναι πλούσια σε σάκχαρο και καταναλώνονται φρέσκα, ως επιτραπέζια φρούτα, ή ξηρά, ή ως μαρμελάδα και κομπόστα. Τα σπέρματα (αμύγδαλα) των πυρήνων χρησιμοποιούνται στη φαρμακοποιία. Άνθη βερικοκιάς· οι βερικοκιές αναπτύσσονται σε εύκρατες περιοχές. Τα βερίκοκα είναι πλούσια σε σάκχαρο και καταναλώνονται φρέσκα, ως επιτραπέζια φρούτα, ή ξηρά ή ως μαρμελάδα και κομπόστα.
* * *
η (Μ βερικοκκία)
το δέντρο βερικοκέα η αρμενική της τάξης των Ροδανθών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βερικοκιά — η είδος φυλλοβόλου, οπωροφόρου δέντρου, που καρπός του είναι το βερίκοκο: Έχουν ένα περιβόλι γεμάτο βερικοκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… …   Dictionary of Greek

  • δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… …   Dictionary of Greek

  • ζερδελιά — και ζερδαλιά και ζερνταλιά, η [ζέρδελο] η βερικοκιά …   Dictionary of Greek

  • καϊσιά — η [καϊσί] η βερικοκιά …   Dictionary of Greek

  • κομμίωση — Παθολογική έκκριση κόμμεων στα φυτά. Προσβάλλει συχνά οπωροφόρα δέντρα, όπως είναι η ροδακινιά, η βερικοκιά, η κερασιά και η δαμασκηνιά, και οφείλεται σε τραυματισμούς, σε φυσιολογικές διαταραχές, σε μεσολάβηση μυκήτων ή εντόμων. Η κ. της μουριάς …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • προύνος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ροδίδες στο οποίο ανήκουν, μεταξύ άλλων, η αμυγδαλιά, η βερικοκιά, η δαμασκηνιά, η κερασιά και η ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. prunus < λατ. prunus (βλ. και προύμνη)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”